αδελφώνω

αδελφώνω
μετ.
1) мирить, примирять; 2) подружить (кого-л. с кем-л.);

αδελφούμαι, αδελφώνομαι

1) — вступать в дружеские, братские отношения; — брататься;

2) мириться, примиряться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδελφώνω" в других словарях:

  • αδελφώνω — και αδερφώνω αδέλφωσα, αδελφώθηκα, αδελφωμένος, ενώνω με αδελφική φιλία, συμφιλιώνω: Το περιστατικό αυτό στάθηκε αφορμή να αδελφωθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… …   Dictionary of Greek

  • αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • αδέλφωση — και αδέρφωση, η [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, αδέλφωμα 2. σύναψη στενής φιλίας …   Dictionary of Greek

  • αδελφωτός — και αδερφωτός, ή, ό [αδελφώνω] κλάδος ή στέλεχος που συμφύεται με άλλο κλάδο ή στέλεχος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»